- μυόσωτον
- μυόσωτον, τὸ (Α)το ποώδες φυτό αλσίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυοσωτίς κατά τα ουδ. σε -ον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek